Η προβληματική που συνέχει τα κείμενα του τόμου αυτού είναι δυσάρεστα πρωταρχική, όμως -ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο- και ιδιαίτερα κρίσιμη. Αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και μελετούμε την πολιτική -ως εμπρόθετες κρυσταλλώσεις επιχειρησιακά επεξεργασμένων ιδεολογικών θέσεων- στις δυο βασικές νεωτερικές εκδοχές της:
  • την επίσημη-κρατική που, όπως ο όρος καταδεικνύει, εκπορεύεται από κρατικά-κυβερνητικά υποκείμενα συνήθως, αν και όχι πάντοτε, εθνικής εμβέλειας (πολιτική ως διακυβέρνηση) και
  • τη διεκδικητική (ή συγκρουσιακή) που εκπορεύεται από μη κυβερνητικές οργανώσεις και ευρύτερα κοινωνικά υποκείμενα με στοιχειωδώς συγκροτημένη θεσμική υπόσταση (πολιτική ως αμφισβήτηση κυριαρχίας).
Ως ερευνητικός τόπος, η πρώτη εκδοχή ταυτίζεται χονδρικά με το χώρο των «δημόσιων πολιτικών» και της γενικότερης -συγκριτικής- μελέτης των πολιτικών συστημάτων, ενώ η δεύτερη
θεραπεύεται από ένα ευρύτατο φάσμα γνωστικών υπο-περιοχών των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα πολιτικά κόμματα, την πολιτική συμπεριφορά, και τα κοινωνικά κινήματα.
Όποια κι αν είναι η εκδοχή της πολιτικής στην οποία αναφερόμαστε, είναι νομίζω ασφαλές να υποστηρίξει κανείς πως αυτή υποχρεωτικά αναφύεται εντός ενός πυκνού και διαρκώς μεταβαλλόμενου πεδίου κοινωνικών προσδιορισμών στους οποίους και αναφέρεται. Όμως η αντιστοίχηση αυτή, περίπου αυταπόδεικτη ταυτολογία στη γενική και αφηρημένη της εκφορά, καθίσταται επικίνδυνα πρωτόλεια και εν τέλει παραπλανητική όταν εκλαμβάνεται επιχειρησιακά -στο πλαίσιο ερευνητικών πονημάτων ή της διατύπωσης δομικών ή συμπεριφορικών εμπειρικών γενικεύσεων. Σε αυτές ακριβώς τις επιχειρησιακές εκφορές της σχέσης πολιτικής-«κοινωνικού» εντοπίζεται το ολίσθημα του αναγωγισμού που, λόγω και έργω, καυτηριάζουν οι μελέτες αυτού του τόμου.

(Δράττομαι της ευκαιρίας για να εξηγήσω εδώ τη λογική της επιλογής του αδόκιμου όρου «αναγωγισμός», και μάλιστα στον πληθυντικό -«αναγωγισμοί». Ο όρος δεν έχει παγιωθεί λεξικογραφικά και ξενίζει, όμως -τουλάχιστον μέχρι σήμερα- θεωρώ ότι αποδίδει με αρκετή ακρίβεια την προβληματική τάση να παραγνωρίζεται η πραγματική υπόσταση της πολιτικής λειτουργίας και συναφώς να υποτιμάται η αιτιώδης ισχύς της. Μια προφανής εναλλακτική διατύπωση θα ήταν Πολιτική χωρίς αναγωγές. Όμως οι απλές «αναγωγές» (: αντιστοιχήσεις, αναλογικοί παραλληλισμοί ή/και μεταφορικές συζεύξεις της πολιτικής με συναφείς ετερότητες), χωρίς τον προβληματικό -ισμό, όχι μόνο δεν αποτελούν πρόβλημα, αλλά, κάτω από προϋποθέσεις, συνιστούν και προτέρημα. Η επιλογή του πληθυντικού γίνεται, τέλος, γιατί ο αναγωγισμός εμφανίζεται με πολλές μορφές. Υπενθυμίζω πάντως ότι ο τίτλος είναι προσωρινός, και άρα είναι ακόμα δυνατόν να μεταβληθεί.)

Ο αντίλογος προς τον κοινωνιολογικό αναγωγισμό -την αξιωματική παραδοχή αδιαμεσολάβητων σχέσεων αιτιότητας ανάμεσα σε κοινωνικές δομές και πολιτικά φαινόμενα (που χαρακτήριζε τόσο τον ακραίο στρουκτουραλιστικό μαρξισμό όσο και τον παρσονικό δομολειτουργισμό) δεν αποτελεί φυσικά καινοφανές εγχείρημα:. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 το περίφημο ρεύμα της «επανάκαμψης του πολιτικού» κατέδειξε πως η πολιτική δεν μπορεί να θεωρείται απλή αντανάκλαση κοινωνικών δομών ή άλλων εξω-πολιτικών τεκταινόμενων. Συναφώς η πολιτική έπρεπε να προσλαμβάνεται στη δική της «σχετική αυτονομία» (κατά την Πουλαντζιανή ορολογία), και, σταδιακά «αυτοποιούμενη» (σύμφωνα με τη Λουμανική σύλληψη), να ερευνάται ως ισχυρή ενδιάμεση -αλλά, εν δυνάμει, και ως ανεξάρτητη- μεταβλητή.
Το ότι η προγραμματική αυτή θέση επικράτησε τις αντιπαραθέσεις που συνέχισαν να διεξάγονται και κατά τη δεκαετία του 1980 φάνηκε να ανοίγει πολλούς ορίζοντες, τόσο στη συγκριτική πολιτική όσο και την ιστορική κοινωνιολογία. (σε τομείς όπως, ενδεικτικά, τη μελέτη των κρατικών θεσμών, των καθεστωτικών αλλαγών, και των κοινωνικών κινημάτων). Όπως ήταν εύλογο, στο πλαίσιο αυτό ο κοινωνικο-αναγωγικός δομισμός του παρελθόντος έτεινε να εκτοπισθεί από ορθολογικές προσεγγίσεις σε συνδυασμό με μια παράλληλη, μεθοδολογικά ατομικιστική, μετατόπιση προς ολοένα και μικρότερες αναλυτικές μονάδες -από τα δομικά μακρο- στα μικρο-υποκείμενα, που θεωρήθηκε ότι διαμόρφωναν πολιτικές επιλογές με μικροοικονομικά κριτήρια, συνυπολογίζοντας κόστη και ευκαιρίες. Αναπόδραστα, οι μακρο-κοινωνικές κατηγορίες ως ολότητες μεγαλύτερες από το άθροισμα των μερών τους ψέχθηκαν ως εμπειρικά ανυπόστατες «αφαιρέσεις του παρατηρητή» (κατά την ορολογία Popper), και, όχι σπάνια, ρευστοποιήθηκαν.
Όμως ο ερευνητικός ορθολογισμός δεν υπήρξε η μόνη τάση που άνθισε στο πολιτικά αυτοποιούμενο κοινωνικο-επιστημονικό τοπίο. Υπό το φως των διαμετρικά αντίθετων επιστημικών και ιδεολογικών τους στάσεων, ίσως η εξέλιξη φαντάζει ειρωνική, όμως η προγραμματική υποβάθμιση των κοινωνικών μεταβλητών έδωσε εξίσου ισχυρή ώθηση και στο φαινομενολογικό -μη συμπεριφοριστικό- μεταδομισμό. Πρόκειται για ρεύμα που, στον ακριβή αντίποδα των μακρο-δομιστικών προσεγγίσεων, καταδίωξε απηνώς κάθε εγχείρημα απόδοσης εμπρόθετης συμπεριφοράς σε δομικά επικαθοριζόμενες συλλογικότητες. Δίνοντας έμφαση στη σημασιοδότηση, τη ρητορική, και την κειμενική ερμηνευτική, το ρεύμα επεδίωξε πεισματικά την κατάδειξη του τυχαίου και πρόσκαιρου χαρακτήρα της διαδικασίας σύμπηξης συλλογικών υποκειμένων (όταν δεν την αμφισβήτησε ολότελα ακόμα και ως οντολογική δυνατότητα).
Όμως στο πλαίσιο αυτό, της σχεδόν απόλυτης κονιορτοποίησης του κοινωνικού (συλλογικού), ο ρόλος της πολιτικής μετασχηματίστηκε απρόσμενα και εξ αντανακλάσεως. Το γεγονός ότι οι κοινωνικές συλλογικότητες σταδιακά έπαψαν να θεωρούνται ακόμα και εν δυνάμει υπαρκτές οντότητες έπληξε ευθέως τη γνωστική αρχή που προηγουμένως επισημάνθηκε ως αυτονόητη ταυτολογία, ότι, δηλαδή, η πολιτική υποχρεωτικά αναφύεται εντός ενός πυκνού και διαρκώς μεταβαλλόμενου πεδίου κοινωνικών προσδιορισμών στους οποίους και αναφέρεται. Εύλογα, το ενδιαφέρον προς το πολιτικό υποβαθμίστηκε και πάλι, όμως αυτή τη φορά όχι εξαιτίας της επικυριαρχίας του κοινωνικού αλλά λόγω της ρευστοποίησής του.
Η προγραμματική κονιορτοποίηση των συλλογικών υποκειμένων είχε, όμως, και μια δεύτερη, εξίσου απρόβλεπτη, επίπτωση. Εξαιτίας του γεγονότος ότι η διερεύνηση της σχέσης κοινωνικού-πολιτικού υποτιμήθηκε και ατόνησε, η πρόσληψη του τελευταίου άρχισε και πάλι να διολισθαίνει προς μιας νέας μορφής αναγωγισμό, όχι των μακρο-υποκειμένων, αλλά των κονιορτοποιημένων, πολυσθενών, και πορωδών μικρο-υποκειμένων. Μπορεί τα τελευταία να μην ήταν πλέον φορείς [träger] κοινωνικοοικονομικών δομών, ήταν όμως, εξίσου αναπόδραστα, εκφάνσεις υφισταμένων πολιτισμικών και σημασιολογικών μοτίβων [patterns of meaning], κατά την ορολογία του Clifford Geertz (1973). Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε, σταδιακά και σε ανεπαίσθητα χαμηλούς τόνους, όμως αυτό δεν αναιρεί την κρισιμότητά της. Καθώς οι μεταδομιστές απείχαν συστηματικά από τη διατύπωση θεωρητικών θέσεων για την πολιτική, η ασυναίσθητη προδιάθεση για ad hoc μηχανιστικές αντιστοιχίσεις πολιτικών και κοινωνικών (qua πολιτισμικών) μικροφαινομένων έτεινε να προσλάβει τις διαστάσεις χιονοστιβάδας. Το εγχείρημα της υπέρβασης των δομιστικών υπερβολών κατέληξε έτσι σε νέες μεθοδολογικές αμετροέπειες: Με την κονιορτοποίηση του κοινωνικού ήρθε και η κονιορτοποίηση της πολιτικής.

Καθίσταται έτσι σαφές πως η μελέτη των βασικών νεωτερικών εκδοχών της πολιτικής (επίσημης και διεκδικητικής) κινδυνεύει να χάσει τη γονιμότητά της, τόσο όταν γίνεται στη βάση κοινωνιολογικά αναγωγιστικών προσεγγίσεων όσο και όταν στη θέση του κοινωνιολογικού αναγωγισμού αναδυονται θεωρητικές στάσεις που προβαίνουν σε συστηματική υποτίμηση της κοινωνικής σφαίρας νοούμενης ως τόπου αέναης αλληλεπίδρασης συλλογικών υποκειμένων.

Στο πλαίσιο αυτό γίνεται σαφές πως η έννοια των «συλλογικών υποκειμένων» (ή συλλογικοτήτων) κατέχει κομβικό ρόλο. Η διερεύνησή της πρέπει συνεπώς να μας απασχολήσει ιδιαίτερα.
Όπως καυστικά υποστήριξε ο Edward Thompson, στις προσεγγίσεις της δομιστικής κοινωνιολογίας οι συλλογικότητες προέκυπταν με τρόπο αφόρητα μηχανιστικό, κυριολεκτικά ανυσματικό. Για να συναχθούν, αρκούσε απλώς η επίκληση εκφετιχισμένων κοινωνικοοικονομικών δομών, οι οποίες κατοπτρίζονταν νομοτελειακά σε αυστηρά οροθετημένες οντότητες προικισμένες με τη δυνατότητα ανάληψης πολιτικής δράσης. Αυτό διαφεύγει της προσοχής των περισσότερων αποτιμήσεων, όμως είναι σαφές πως η μεθοδολογική αυτή στάση ήταν απόρροια μιας ισχυρά ουσιολογικής επιστημολογίας (ενός «δομιστικού ιδεαλισμού» σύμφωνα με τον Thompson). Οι διάφορες συλλογικότητες (αστοί, προλετάριοι, παραδοσιακοί και νέοι μικροαστοί, κ.λπ.) -μηχανικές προβολές αντίστοιχων δομών στη σφαίρα της παραγωγής, είχαν κατά κανόνα φύση ουσιωδώς στεγανή, συνεπώς και στατική. Θεωρούμενη μέσα από αυτό το πρίσμα, η πολιτική ως επίσημη-κρατική δεν ήταν, έτσι, παρά αντανάκλαση των συμφερόντων των κυρίαρχων μερίδων του κεφαλαίου, ενώ ως διεκδικητική-συγκρουσιακή κατόπτριζε αντίστοιχα δομικά χαρακτηριστικά των κυριαρχούμενων κοινωνικών ομάδων.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο μεθοδολογικός αναγωγισμός του ακραίου δομισμού υπονομεύθηκε από την ορμητική «επανάκαμψη του πολιτικού», είναι όμως αμφίβολο αν μαζί του εκτοπίστηκε και η ουσιοκρατική επιστημολογία που τον συνείχε. Στις μεθοδολογικά ατομικιστικές ορθολογικές προσεγγίσεις με την εμμονή τους στα ωφελιμιστικά μικρο-υποκείμενα, οι κοινωνικές συλλογικότητες πέρασαν κατά κανόνα σε δεύτερη μοίρα, οσάκις όμως ανασύρονταν στην επικουρία επιμέρους αναλύσεων εξακολουθούσαν να παρουσιάζονται με τρόπο ουσιοκρατικά στατικό, ως αθροίσματα ατομικών ωφελιμιστικών προτιμήσεων ή προδιαθέσεων. Σε κάθε περίπτωση, σπάνια -αν ποτέ- θεωρήθηκε πως η πολιτική θα μπορούσε να αναδιατάξει τους όρους σύμπηξης υποκειμένων στην κοινωνική σφαίρα, και ενδεχομένως να αναδείξει άλλες, μη στενά ωφελιμιστικές επιδιώξεις. Τα συλλογικά υποκείμενα, στο βαθμό που γίνονταν ορατά (πάντα ως αθροίσματα ατόμων), προσλαμβάνονταν κατά κανόνα ως «εισαγόμενοι παράγοντες» [input factors] και παγιωμένες ανεξάρτητες μεταβλητές στο πλαίσιο μιας συνήθως αδιαφοροποίητης και πολιτικά απονευρωμένης «κοινωνίας πολιτών». Όποτε χρειάστηκε και τα συλλογικά υποκείμενα να επεξηγηθούν, οι ανεξάρτητες μεταβλητές που η συμπεριφοριστική πολιτική επιστήμη επιστράτευσε είχαν ως επί το πλείστον χαρακτήρα (μικρο-) κοινωνιολογικό. Η εξέλιξη φαντάζει ειρωνική, όμως η πολλαπλώς προβαλλόμενη αυτοποίηση της κρατικής πολιτικής στο πλαίσιο της νεο-θεσμικής σχολής συνοδεύτηκε από την ουσιοκρατική επανα-κοινωνιολογικοποίηση της συγκρουσιακής.
Εκεί όμως που η ουσιοκρατική επιστημολογία φάνηκε να αποθεώνεται ήταν στις επεξεργασίες του ακραίου μεταδομισμού. Οι εξελίξεις εδώ ήταν απίστευτα απλές, σχεδόν απλοϊκές. Η θεωρητική υποστασιοποίηση της πολυσθένειας των κοινωνικών υποκειμένων σε συνθήκες ρευστοποίησης της κοινωνικής πραγματικότητας οδήγησε σε μια εν πολλοίς αρνητική ουσιολογία. Θεωρήθηκε, συγκεκριμένα, πως επειδή οι διεκδικητικές συλλογικότητες δεν απορρέουν αυτόματα από τις παραγωγικές δομές, είτε δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν, είτε αντανακλούν συμβατικά συστήματα Λόγου [patterns of discourse] με λειτουργίες νομιμοποιητικές της υφιστάμενης κοινωνικής πραγματικότητας. Και πάλι ο ρόλος της πολιτικής εκτοπίστηκε -στην καλύτερη περίπτωση ως γλωσσολογικά προδιαγεγραμμένος, και στη χειρότερη ως στερούμενος συνάφειας. Τα κοινωνικά υποκείμενα ως διεκδικητικές συλλογικότητες υπήρχαν ή, πιο συχνά, δεν υπήρχαν ανεξαρτήτως της αλληλεπίδρασής τους με το πολιτικό περιβάλλον. Κατά την μετά-Foucault εποχή οι επιστημικές συνδηλώσεις άλλαξαν, όμως η ουσιοκρατική «κατηγορική στάση» [categorical stasis] που ο Thompson είχε διαβλέψει στις επεξεργασίες του Althusser και των δομο-λειτουργιστών παρέμεινε.
Μέσα από αυτές τις γνωστικές διαδρομές, όμως, η διολίσθηση προς ένα νέο, ιδιότυπο αναγωγισμό (του μικρο-επιπέδου) υπήρξε ακατάσχετη. Αφού διεκδικητικές συλλογικότητες ούτε υπήρχαν ούτε και μπορούσαν να αναδυθούν πολιτικά, η πολιτική δεν ήταν δυνατόν παρά να γίνεται εν τέλει αντιληπτή ως αντανάκλαση διάσπαρτων και εξατομικευμένων κοινωνικών οντοτήτων που με ουσιοκρατικά στατικό τρόπο προσλαμβάνονταν ως «απλώς υφιστάμενες». Η πραγματικότητα αυτή φάνηκε γλαφυρά στον τρόπο με τον οποίο τόσο οι μεθοδολογικοί ατομιστές όσο και οι μεταδομιστές ενσωμάτωσαν στις αναλύσεις τους την έλευση της λεγόμενης μεταβιομηχανικής εποχής, με τα γνωστά φαινόμενα της υποχώρησης του φορντιστικού παραγωγικού προτύπου, της εκτίναξης του τομέα των υπηρεσιών, και της επέκτασης των ευέλικτων μορφών και αγορών εργασίας. Αμφότεροι αποφάνθηκαν αναφανδόν πως, αφού ο μεταφορντισμός κατά τεκμήριο διαλύει τους παραδοσιακούς τόπους συγκρότησης συλλογικών υποκειμένων, η πολιτική (ανεξαρτήτως εκδοχής) εξ αντικειμένου αποδεσμεύεται από τις κοινωνικές της αναφορές. Κάποιοι χάρηκαν γι αυτό, κάποιοι άλλοι λυπήθηκαν, λίγοι όμως αναλογίσθηκαν πως, επιστημολογικά, η θέση αυτή δεν ήταν παρά ανεστραμμένος Αλτουσεριανός υπερ-δομισμός -κοινωνιολογικός αναγωγισμός. Όπως η λεγόμενη φορντιστική κοινωνική οργάνωση στη βάση της βαριάς βιομηχανίας και των υποτιθέμενα στεγανών κοινωνικών δικτύων δεν αρκούσε από μόνη της για την επαρκή επεξήγηση πολιτικών μορφωμάτων όπως το κράτος πρόνοιας ή οι μαχητικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, έτσι και η μεταβιομηχανική κοινωνική οργάνωση δεν αρκεί για να κατανοήσουμε την κυριαρχία της αγοραίας ιδεολογίας, την απίσχνανση του κράτους πρόνοιας, και την προγραμματική υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας.

Ο τόμος αυτός εμφορείται από την πεποίθηση πως σε αντίθεση με τις πρακτικές δοξασίες του νέου αναγωγισμού, προϋπόθεση για τη διατύπωση επαρκών προτάσεων αιτιότητας στις κοινωνικές επιστήμες αποτελεί η συστηματική επανένταξη της πολιτικής (ως εμπρόθετες αξιακές προτάξεις) στην κανονική [normal] αναλυτική αφηγηματικότητα. Μιας πολιτικής, όμως, που αφενός θα προσλαμβάνεται στην αέναη αλληλεπίδρασή της με το κοινωνικο-οικονομικό, θεσμικό, και αξιακό-συμβολικό περιβάλλον, και αφετέρου θα διατηρεί ακέραια την επεξηγηματική της ισχύ αναφορικά με την ανάδυση και συγκρότηση συλλογικών υποκειμένων.
Η προγραμματική αυτή θέση, προφανώς συγγενής προς την έκκληση του Giovanni Sartori για την ανάληψη μιας ενσυνείδητης πολιτικής κοινωνιολογίας, απαιτεί όμως, για να καρποφορήσει, και μια φρέσκια επιστημική ματιά, ένα επιστημολογικό υπόβαθρο ουσιωδώς διαφορετικό από την ως τα σήμερα κυριαρχούσα ουσιοκρατία. Διέξοδο φαίνεται να μπορούν να δώσουν πρόσφατες επεξεργασίες σε μια άκρως διεπιστημονική υπο-περιοχή της συγκριτικής πολιτικής, στο χώρο της μελέτης της συγκρουσιακής πολιτικής.


Επιστεγάζοντας ατομική και συλλογική εργασία και δημοσιεύσεις σχεδόν μιας δεκαετίας, ο Charles Tilly και οι στενοί του συνεργάτες Sidney Tarrow και Doug McAdam εξέδωσαν το 2001 τη σημαίνουσα μελέτη τους Dynamics of Contention, μια εντυπωσιακά φιλόδοξη πραγματεία του φαινομένου της συγκρουσιακής πολιτικής. Δυσφορώντας για την κατάτμηση της μελέτης του συγκρουσιακού φαινομένου (απεργίες, πόλεμοι, κύκλοι διαμαρτυρίας, και άλλες μορφές πολιτικής διαπάλης), οι συγγραφείς επιχείρησαν τη συστηματική εννοιολόγηση μηχανισμών και διαδικασιών αιτιότητας με επεξηγηματική ισχύ σε ένα ευρύ φάσμα συγκρουσιακών επεισοδίων. Ανατέμνοντας τις αναλυτικές κατηγορίες της κλασικής κινηματικής έρευνας («πολιτικές ευκαιρίες», «δομές κινητοποίησης», «αξιακές πλαισιώσεις») σε συγκρουσιακές διαστάσεις («κινητοποίηση», «πολιτικά υποκείμενα» και «συγκρουσιακές αναπτυξιακές τροχιές») οι συγγραφείς τονίζουν τον συγκυριακό και «κατασκευασμένο» [constructed] χαρακτήρα των πολιτικών υποκειμένων, των δράσεών τους, και των συλλογικών ταυτοτήτων που αναδυονται στο συγκρουσιακό πολιτικό γίγνεσθαι, και καταδεικνύουν την αιτιοκρατική ισχύ μηχανισμών όπως οι ακόλουθοι:


  •          πολιτικά εμπρόθετη απόδοση πολιτικών ευκαιριών και κινδύνων/απειλών
  •          κοινωνική ιδιοποίηση υφιστάμενων δομών κινητοποίησης (και ανάδυση νέων)
  •          πολιτική διαμεσολάβηση και ανταγωνισμός (που κατά περίπτωση οδηγεί είτε σε ριζοσπαστικοποίηση είτε σε κεντρομόλο αναδίπλωση)
  •          κατασκευή πολιτικά κρίσιμων νοητικών κατηγοριών
  •          μετάθεση συγκρουσιακών διακυβεύσεων
  •          ξαφνική -συγκυριακή- ανάδυση πιεστικών υλικών αιτημάτων
  •          πολιτική πιστοποίηση (και άρση πιστοποίησης), κ.α.

Συνδυαζόμενοι οι μηχανισμοί αυτοί συγκροτούν -κατά την παραστατική ορολογία των συγγραφέων- «ρωμαλέες αιτιώδεις διαδικασίες» [robust causal processes], οι οποίες μπορούν να εξηγήσουν συγκρουσιακά επεισόδια που ενυπάρχουν σε ένα ευρύ όσο και ανομοιογενές φάσμα κοινωνικο-πολιτικών φαινομένων όπως οι επαναστάσεις, ο εθνικισμός, και οι καθεστωτικές μεταβάσεις στη δημοκρατία.
Δεν είναι βέβαια δυνατόν να αποδοθεί εδώ η επιχειρηματολογία των Tilly, Tarrow, και McAdam σε όλο της το εύρος. Όμως εύκολα γίνεται αντιληπτό πως οι περισσότεροι από τους μηχανισμούς που επισημαίνουν είναι εξόχως με τον τρόπο που παραπάνω εκτέθηκε ως αιτούμενος: με μια θεώρηση της πολιτικής που ούτε αναγωγιστική είναι, ούτε όμως θεωρείται ότι εκτυλίσσεται σε κοινωνικο-περιβαλλοντικό και δομικό κενό. Οι «πολιτικές ευκαιρίες», για παράδειγμα, ενώ αναδυονται εντός πυκνών κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, δεν εκλαμβάνονται ουσιολογικά, ως φυσικές αντικειμενικότητες, αλλά εννοιολογούνται ως πολιτικά εμπρόθετες πράξεις (με έμφαση στο στοιχείο της «απόδοσης» [attribution]). Ομοίως, οι αρχές και επιδιώξεις που συνέχουν διεκδικητικά υποκείμενα, ενώ προφανώς αναφύονται σε συγκεκριμένα κοινωνικο-δομικά περιβάλλοντα, δεν απορρέουν μηχανιστικά από την τάδε ή δείνα κοινωνική συνθήκη, αλλά υφίστανται καίρια πολιτική διαμεσολάβηση (αφού μηχανισμοί όπως η «κατασκευή πολιτικά κρίσιμων νοητικών κατηγοριών», η «μετάθεση συγκρουσιακών διακυβεύσεων», και η «συγκυριακή ανάδυση πιεστικών υλικών αιτημάτων» προϋποθέτουν την εμπρόθετη -στρατηγική- δράση συγκεκριμένων πολιτικών υποκειμένων). Το επιστημικό υπόβαθρο αυτής της στάσης, άλλωστε, καθίσταται προφανές με την εννοιολόγηση της «πολιτικής διαμεσολάβησης» και της «πολιτικής πιστοποίησης» ως ιδιαίτερων μηχανισμών. Είναι όμως ιδιαίτερα ενδιαφέρον πως μηχανισμοί που εκ πρώτης όψεως υπάγονται στην πολιτική σφαίρα (όπως, π.χ., αυτοί που αφορούν τις δομές κινητοποίησης) προσλαμβάνονται στις δυναμικές κοινωνικές τους διαστάσεις (εν προκειμένω, ως «κοινωνική ιδιοποίηση δομών κινητοποίησης»). Η αναλυτική ισομέρεια είναι πράγματι εντυπωσιακή.
Χωρίς αμφιβολία, οι αρετές της προσέγγισης αυτής απορρέουν σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι οι συγγραφείς προέρχονται από την αναλυτική παράδοση των κοινωνικών κινημάτων, μιας γνωστικής υπο-περιοχής με ισχυρή διεπιστημονική συγκρότηση (συνεπώς απέχθεια στις μονοσήμαντες αιτιοκρατικές αποφάνσεις) και μια επιχειρησιακή προβληματική που εκκινεί από την αενάως μετασχηματιζόμενη πραγματικότητα των συλλογικών υποκειμένων. Για τους μελετητές της συγκρουσιακής πολιτικής, οι διεκδικητικές συλλογικότητες ούτε παραβλέπονται (ιδέ μεθοδολογικές υπερβολές αναλυτικού ορθολογισμού) ούτε ρευστοποιούνται (ιδέ αναλυτικές υπερβολές μεταδομισμού) -αποτελούν κεντρικό ερευνητικό ιστό που συνυφαίνει πολιτικο-θεσμικές, κοινωνικο-οικονομικές, και πολιτισμικές-συμβολικές επιρροές. Όμως οι συλλογικότητες αυτές (όπως και η πολιτική) δεν προσλαμβάνονται στατικά και ουσιοκρατικά, ωσάν -όπως αρκετές φορές αναφέρουν οι Tilly, Tarrow, και McAdam- η υπόστασή τους να ήταν «γραμμένη στα άστρα», αλλά στη δυναμική τους αλληλεπίδραση με το κοινωνικο-οικονομικό, πολιτικό, και πολιτισμικό περιβάλλον.
Το σημείο αυτό παραπέμπει ευθέως στο οντολογικό και επιστημολογικό υπόβαθρο του εγχειρήματος: μεταξύ άλλων, το κείμενο του Dynamics of Contention χαρακτηρίζεται από μια βασανιστική μεταθεωρητική αναστοχαστικότητα. Οι συγγραφείς σταχυολογούν, αναλύουν, και αποτιμούν τη συμβολή των δομιστικών, ορθολογικών, και μεταδομιστικών ρευμάτων, και περιγράφουν με ενάργεια τις αντίστοιχες επιστημολογικές αρχές που τα συνέχουν. Χωρίς να εμπλέκονται σε πολεμική, και αναγνωρίζοντας τις συνεισφορές του κάθε ρεύματος, τονίζουν ότι το έργο τους είναι απόρροια μιας νέας σχεσιακής προσέγγισης. Σύμφωνα με αυτήν οι κρίσιμες μεταβλητές της συγκρουσιακής πολιτικής δεν αναφύονται και δεν πρέπει να αναζητούνται σε στατικές και στεγανοποιημένες ουσιολογίες: σε οντότητες (ατομικές ή συλλογικές) που «απλώς υφίστανται», αλλά ανακύπτουν στον κρίσιμο ενδιάμεσο χώρο μεταξύ πολιτικής δράσης και κοινωνικού περιβάλλοντος, στα πυκνά δίκτυα αλληλεπίδρασης κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων. Η σχεσιακή προσέγγιση στοχεύει να φωτίσει το περιεχόμενο, τις ροές, και τις αλληλουχίες αυτών των ενδιάμεσων δικτύων που κατακλύζονται από στοιχεία στρατηγικής διάδρασης, πολιτισμικής σώρευσης, και διαδικασιών ανάδυσης συλλογικών ταυτοτήτων.
Η σχεσιακή ματιά έχει άμεσες και καταλυτικές επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την πολιτική σε σχέση με τις κοινωνικές της ετερότητες -όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα αρχέγονο αναλυτικό ζητούμενο των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών:


  •          Μέσα από το πρίσμα της σχεσιακής οπτικής οι κοινωνικές συλλογικότητες δεν αναδυονται αυτόματα και μηχανιστικά από παραγωγικές ή άλλες δομές, αλλά υφίστανται διαρκή και πολύπλευρη πολιτική διαμεσολάβηση.
  •          Σε μια διαδικασία αέναης αλληλεπίδρασης, η πολιτική προβαίνει στην εμπρόθετη συν-άρθρωση αιτημάτων και στοχεύσεων από το άμορφο υλικό μυρίων κοινωνικών διαδράσεων (που προφανώς υφίστανται δομικούς -κοινωνικοοικονομικούς, θεσμικούς, και συμβολικούς- επικαθορισμούς) τα οποία και επανα-κατευθύνει προς τις διάσπαρτες κοινωνικές οντότητες.
  •          Προσλαμβάνοντας τις προτάξεις αυτές, οι κοινωνικές οντότητες είτε συγκροτούνται σε διεκδικητικές συλλογικότητες (διεκδικητικά συλλογικά υποκείμενα, συλλογικές ταυτότητες, τάξεις, κ.λπ.), είτε αποδομούνται.
  •          Σε κάθε περίπτωση, όμως, μέσω αυτής της διαδικασίας καταλήγουν να συνειδητοποιήσουν εκείνα από τις συγχρονικές τους διακυβεύσεις που τελικά συνειδητοποιούν, τα οποία, γίνονται στη συνέχεια εκ νέου πρώτη ύλη για πολιτική επεξεργασία (αξιακές γεφυρώσεις, αναπλαισιώσεις κ.λπ.).

Οι προφανείς αναδιατάξεις αιτιότητας που οι προγραμματικές αυτές θέσεις συνεπάγονται βρίσκονται στον πυρήνα της προβληματικής που συνέχει τα κείμενα αυτού του τόμου.
Παρότι έξι από τα δέκα άρθρα που περιλαμβάνονται στον τόμο έχουν ήδη δημοσιευθεί (βλ. αναλυτικά παρακάτω), θεώρησα την επανέκδοσή τους στο πλαίσιο του τόμου χρήσιμη τόσο για λόγους διδακτικούς (τρία από τα έξι κείμενα έχουν εκδοθεί στα αγγλικά) όσο και γιατί συμβάλλουν άμεσα στην ανάδειξη της σχεσιακής και αντι-αναγωγιστικής προβληματικής. Ιδωμένα μέσα από το επιστημολογικό πλαίσιο που θέτει το εισαγωγικό κείμενο, «Περιπέτειες του πολιτικού: μια μεταθεωρητική περιήγηση» (στο οποίο στηρίζεται, και εν πολλοίς αναπαράγει, αυτή η περίληψη) τα βασικά ερευνητικά πορίσματα των άρθρων αποκτούν νέες σημασίες που θεώρησα κρίσιμο να κατατεθούν ως συμβολή στα επιστημονικά τεκταινόμενα της ελληνικής πολιτικής κοινωνιολογίας και πιο ειδικά του -ακόμη υπό διαμόρφωση- κλάδου της συγκρουσιακής πολιτικής και των κοινωνικών κινημάτων.
Στο υπόλοιπο τμήμα της περίληψης παρατίθενται σύντομες συνόψεις των αδημοσίευτων κειμένων. Θα ήθελα όμως να επισημάνω πως, εν όψει της συμπερίληψής τους στον τόμο, όλα τα δημοσιευμένα θα επικαιροποιηθούν και επεκταθούν.
1. Σοσιαλδημοκρατικές στρατηγικές στον 20ο αιώνα: μια μακροσκοπική καταγραφή
Πρόκειται για μια επεξεργασμένη εκδοχή του κειμένου Σοσιαλδημοκρατικές στρατηγικές στον 20ό αιώνα: επισημάνσεις για μια πολιτική κοινωνιολογία», στο Ηλίας Κατσούλης (επιμ.), Η νέα σοσιαλδημοκρατία στην αλλαγή του αιώνα, Αθήνα: Ι. Σιδέρης ,2002, σ. 77-112.
2. Γνωστά-άγνωστα περιεχόμενα πολιτικής: κομουνιστικές μεταλλαγές και ελληνικό εργατικό κίνημα στο μεσοπόλεμο
Το ότι πολιτική παρέμβαση των οργανώσεων της Κομουνιστικής Διεθνούς είχε καταλυτικές επιπτώσεις στη διαδικασία συγκρότησης συλλογικών διεκδικητικών υποκειμένων για μιαν ολόκληρη ιστορική περίοδο αποτελεί κοινό τόπο. Όμως το ακριβές περιεχόμενο των τριτοδιεθνιστικών παρεμβάσεων και οι δραματικές μεταστροφές τους δεν έχουν ακόμα αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής εννοιολόγησης. Οι επιπτώσεις είναι προφανείς: Χωρίς επαρκή κατανόηση της κομουνιστικής τακτικής, η αποτίμηση της τροχιάς που η συλλογικότητα «εργατικό κίνημα» διέγραψε είναι, σχεδόν αναπόφευκτα, καταδικασμένη σε αναγωγισμό. Η ελληνική εργατική ιστοριογραφία, για παράδειγμα, αρκούνταν ως πριν λίγα χρόνια στην κοινότοπη επίκληση του μικρού μεγέθους του βιομηχανικού προλεταριάτου ως επαρκούς επεξήγησης είτε της απουσίας ισχυρής διεκδικητικής διαπάλης είτε της έκβασης αυτής που υπήρξε. Επιχειρώντας να καλύψει πτυχές αυτού του πραγματολογικού κενού, το κείμενο διερευνά την ελληνική περίπτωση κατά το μεσοπόλεμο προβαίνοντας στην περιοδολόγηση έξι κομβικών στροφών πολιτικής. Αν και βασικός στόχος είναι η καταγραφή και κριτική αποτίμηση αυτής της ιδιαίτερα κρίσιμης πολιτικής πρώτης ύλης, επιχειρούνται παράλληλα σύντομες σχεσιακές αντιστοιχίσεις με τη μεταβαλλόμενη διεκδικητική συγκυρία.
3. Κατασταλτικές εμμονές και ασυνεχής συγκρουσιακότητα: κράτος και διεκδικητικό κίνημα στη μεσοπολεμική Ελλάδα
Πρόκειται για επεξεργασία του κειμένου: ‘The Coercive Impulse: Policing Labour in Interwar Greece’, Journal of Contemporary History, 40: 1, Ιανουάριος 2005, σ. 55-78.
4. Διεκδικητική έκρηξη και δικτατορική επιβολή: πολιτική και εργατικό κίνημα την περίοδο 1960-67
Πρόκειται για εκδοχή του κειμένου: «Διεκδικητικό κίνημα και πολιτική: ο ελληνικός συνδικαλισμός πριν τη δικτατορία (1962-1967)», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης,12, Νοέμβριος 1998, σ. 5-34.
5. Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός: πολιτική εν κενώ;
Πρόκειται για επεξεργασία του κειμένου: ‘Politico-Institutional Modernization and Contemporary Voluntarist Fixations: Some Thoughts from the Hyper-Politicization of the Political in the Study of Greek State Formation (1872-1934)’, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Ο Ελληνικός Κόσμος Ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, 1453-1981, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999, σ. 93-106.
6. Ανεργία, συγκρουσιακότητα και φθίνων συνδικαλισμός: περιβαλλοντικές ή πολιτικές καταβολές;
Πρόκειται για εκδοχή του κειμένου ‘Low Union Density Amidst a Conflictive Contentious Repertoire: Flexible Labour Markets, Unemployment and Trade-Union Decline in Greece’, European University Institute Working Paper, 1999.
8. Κομματική κρίση και «παν-συλλεκτικό» πρότυπο: πρόβλημα κοινωνίας ή πρόβλημα πολιτικής;
Αν και οι δοξασίες περί του «τέλους των κομμάτων» έχουν σε μεγάλο βαθμό αποδειχτεί ανυπόστατες, δεν χωρά αμφιβολία πως στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες (και όχι μόνο αυτές) τα κόμματα βρίσκονται αντιμέτωπα με σοβαρά φαινόμενα κρίσης: υψηλά ποσοστά αποχής από τις εκλογικές αναμετρήσεις, ανάδυση αντικομματικών προδιαθέσεων και συμπεριφορών, κατάρρευση της εμπιστοσύνης των πολιτών. Η κρίση αυτή ερμηνεύεται συνήθως με αναλυτικά εργαλεία κοινωνιολογικής κοπής στο πλαίσιο της λεγόμενης «μεταβιομηχανικής προβληματικής»: η υποχώρηση του φορντιστικής παραγωγικής οργάνωσης συνεπιφέρει και διάλυση των παραδοσιακών τόπων συγκρότησης συλλογικών υποκειμένων και εκλογικών ταυτίσεων, προκαλεί εξατομίκευση και μεγάλη εκλογική κινητικότητα, κι αυτό καταλήγει να υπονομεύει πάγιες λειτουργίες των κομματικών συστημάτων. Αυτό το ερμηνευτικό σχήμα απηχεί βέβαια κάποιες κοινωνικές πραγματικότητες, όμως ούτε ελεύθερο λογικών ανακολουθιών είναι, ούτε και αρκεί για μια πλήρη ερμηνεία του φαινομένου της κομματικής κρίσης. Το κεφάλαιο θεωρεί πως προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η συστηματική διερεύνηση της επίδρασης παραγόντων που αναφύονται στο εσωτερικό των ίδιων των κομμάτων. Τόσο ως οργανωτικό μόρφωμα όσο και ως πόλος εκπομπής πολιτικού λόγου το παν-συλλεκτικό πρότυπο (και η πιο πρόσφατη μετεξέλιξή του, το «κόμμα-καρτέλ») που τείνει να κυριαρχεί στο κομματικό σύμπαν αδυνατεί να παρέμβει στις πηγές της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας, κι αυτός είναι ο βασικός παράγοντας που εξηγεί την κρίση. Το κείμενο υποστηρίζει πως, σε μια εποχή οικονομικής και κοινωνικής δυσπραγίας για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, δεν είναι η κοινωνική «εξατομίκευση» που προκαλεί την κομματική ανεπάρκεια αλλά το ακριβώς αντίθετο.
9. Διεκδικητικός λόγος και συλλογικά υποκείμενα: η διεθνική πρόκληση
Εκκινώντας από την επισήμανση ότι, ως διεκδικητικά μορφώματα με πολιτική δυναμική, οι κοινωνικές τάξεις συγκροτούνται πρωτίστως εντός πολιτικών λόγων, το κεφάλαιο 9 εξετάζει με κριτική διάθεση όψεις του λόγου της σύγχρονης Αριστεράς. Ο Αριστερός λόγος συμφύεται με τη γενική προβληματική των τάξεων αφού, ως πολιτικός λόγος, είναι πρωτίστως λόγος περί τάξεων. Από μόνο του, όμως, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να του προσδώσει τη δυναμική που απαιτείται προκειμένου να μπορέσει να αντιπαραταχθεί στην πανθομολογούμενη «νεοφιλελεύθερη ηγεμονία». Το κεφάλαιο εκτιμά πως προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η ικανότητα δυναμικής πρόταξης του νέου συνδυαστικά με τη δημιουργική συνάρθρωση του παλαιού σε νέους ρόλους. Όμως για λόγους που εμπλέκουν άμεσα τη διεθνική διάσταση, αυτό δεν γίνεται. Υποστηρίζεται συγκεκριμένα ότι η απουσία μιας επαρκούς διεθνιστικής θέασης των πραγμάτων τείνει να παγιδεύσει τον Αριστερό λόγο σε θέσεις που -παρά τους ad hoc εξωραϊσμούς- δεν είναι σε θέση να οραματιστούν το μέλλον. Θέσεις που, ακριβώς λόγω του ότι δεν συνέχονται από έναν κώδικα διεθνούς αναδιοργάνωσης (μιας ρωμαλέας, εναλλακτικής εκδοχής της παγκοσμιοποίησης), φαίνονται απλώς να αναπολούν το χαμένο -αν και καθόλου ειδυλλιακό- κόσμο του χωραφιού, του μικρομάγαζου ή του γραφειοκρατικά διευρυμένου δημόσιου τομέα. Αυτό οδηγεί στη διαπραγμάτευση πάσης φύσεως περικοπών και τη σιωπηρή συναίνεση σε σχήματα κοινωνικού αποκλεισμού. Το μόνο που απομένει είναι η διαμαρτυρία -όμως διαμαρτυρία εκείνου που, σε τελική ανάλυση, ξέρει πως «δεν γίνεται αλλιώς». Τονίζοντας πως διεκδικητικά υποκείμενα χωρίς συνεκτικό διεκδικητικό Λόγο δεν νοούνται, το κείμενο καταθέτει ελεύθερους προβληματισμούς αποσκοπώντας κυρίως στην πρόκληση διαλόγου.
 10. Παγκοσμιοποίηση, εργατικό κίνημα, διεθνισμός: σημασιολογήσεις και πρακτικές
Οι εργατικές σπουδές [labour studies], αλλά και τα εργατικά κινήματα αντιμετωπίζουν ένα αξιοσημείωτο παράδοξο. Παρότι ο «διεθνισμός» υπήρξε βασική συστατική συνιστώσα της εργατικής συλλογικής ταυτότητας τουλάχιστον από την εποχή της ίδρυσης της Α’ Διεθνούς στα μέσα του 19ου αιώνα (παρεμπιπτόντως, τη «χρυσή εποχή» εποχή του εθνικού κράτους), σήμερα στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης», όταν η εντοπιότητα στην πολιτική φαντασία και πρακτική βρίσκονται σε φάση σαφούς υποχώρησης, εργατολόγοι και ακτιβιστές εμφανίζονται εξακολουθητικά αδύναμοι να ορίσουν, να αξιολογήσουν και να προτείνουν διεθνικές δράσεις. Το ακριβώς αντίθετο: την ώρα που τόσες όψεις του δημόσιου βίου «διεθνοποιούνται», η κυρίαρχη εικόνα που αναδύεται στα συνδικάτα (και τις εργατικές σπουδές) είναι μια ιδιότυπη επανάκαμψη του εθνικισμού. Το κεφάλαιο υποστηρίζει πως οι πηγές αυτής της ιδιόρρυθμης επιστημικής (και πρακτικής) κατάστασης είναι εννοιολογικές. Ο τρόπος με τον οποίο ο «διεθνισμός» εννοιολογείται στην πιο πρόσφατη βιβλιογραφία των κοινωνικών κινημάτων και των βιομηχανικών σχέσεων τονίζει υπερβολικά την οργανωτική διάσταση εις βάρος τόσο του περιεχομένου και πεδίου των δράσεων όσο και της ταυτότητας των δρώντων. Προκύπτει έτσι το συμπέρασμα ότι το σημασιολογικό περιεχόμενο του «διεθνισμού» είναι τυπικό: «διεθνής συνεργασία», «διεθνείς διασυνδέσεις», κομβική ένθεση εντός κάποιου διεθνούς δικτύου –χωρίς καμιά διερεύνηση πολιτικού περιεχομένου. Η οργανωτική διάσταση είναι απαραίτητη, όμως ο διεθνισμός είναι πρωτίστως πολιτικό γνώρισμα, ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο πολιτικής. Η Β’ Διεθνής στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, π.χ., εξακολουθούσε να διατηρεί ένα εντυπωσιακό διεθνές δίκτυο· δεν ήταν όμως διεθνιστική οργάνωση. Αντίστροφα, πρωτοβάθμια σωματεία (όπως οι λιμενεργάτες του Liverpool), κατά κανόνα χωρίς ισχυρές διεθνείς διασυνδέσεις, επέτυχαν δράσεις που στην πράξη αμφισβήτησαν τόσο την πολιτική, θεσμική και αξιακή πρωτοκαθεδρία του εθνικού κράτους όσο και την εθνικής κατηγοριοποίηση στον προσδιορισμό συμμάχων και αντιπάλων (κατά Schmitt). Πώς ερμηνεύεται αυτή η πολυπλοκότητα των γεωγραφικών κλιμάκων; Πώς συνδυάζονται το τοπικό και το διεθνές; Πώς εννοιολογείται ο εργατικός διεθνισμός στην εποχή της υποχώρησης της εθνικής κυριαρχίας; Η ιστορική και σημασιολογική ανασύσταση της έννοιας που, μεταξύ άλλων, επιχειρεί το κεφάλαιο περιλαμβάνει: ένθεσή της εντός ενός σημασιολογικού πεδίου συναφών -παρεμφερών αλλά και αντώνυμων- εννοιών (σοβινισμός, εθνικισμός, πατριωτισμός, πολυ-εθνισμός/πολυμέρεια)· παρουσίαση των βασικών αντιπαραθέσεων που διατρέχουν την πρόσφατη βιβλιογραφία ·και αντιστοιχήσεις με το κρίσιμο ζήτημα της οργάνωσης. Αναδεικνύοντας τις ανεπάρκειες της αναγωγιστικής προσέγγισης στη μελέτη της πολιτικής των συνδικάτων, το κείμενο τελειώνει επιχειρώντας το γενικό χαρακτηρισμό των διεκδικητικών ρεπερτορίων και των στόχων πολιτικής που απαιτούνται για ένα ρωμαλέο διεθνιστικό εγχείρημα. Καθώς οι τελευταίες παρατηρήσεις αφορούν πραγματικότητες σε εξέλιξη, ένας από τους κύριους στόχους τους είναι η πρόκληση διαλόγου.


Σε πρόκληση διαλόγου, όμως, αποσκοπεί και ο τόμος στο σύνολό του.